- καθισ(ι)ό
- και καθησ(ι)ό, το1. η κατάσταση τού κάθομαι ή καθίζω2. αποχή από εργασία, ανάπαυση, αργία («βαρέθηκα το καθισιό»).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καθ-ισ- τού αορ. ἐκάθ-ισα τού καθ-ὶζ-ω + κατάλ. -ιό (πρβλ. συμ-πεθερ-ιό, τεμπελ-ιό)].
Dictionary of Greek. 2013.