καθισ(ι)ό

καθισ(ι)ό
και καθησ(ι)ό, το
1. η κατάσταση τού κάθομαι ή καθίζω
2. αποχή από εργασία, ανάπαυση, αργία («βαρέθηκα το καθισιό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καθ-ισ- τού αορ. ἐκάθ-ισα τού καθ-ὶζ-ω + κατάλ. -ιό (πρβλ. συμ-πεθερ-ιό, τεμπελ-ιό)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεθυσιό — και μεθυσειό, το το μεθύσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεθυσ τού αορ. τού μεθώ + κατάλ. ιό (πρβλ. κάθισ α: καθισ ιό, φεύγ ω: φευγ ιό). Η γραφή μεθυσειό προϋποθέτει παραγωγή τής λ. από το ουσ. μεθύσει / μεθύσι* (το)] …   Dictionary of Greek

  • γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… …   Dictionary of Greek

  • κοιμησιό — κοιμησιό, το (Μ) ύπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιμοῦμαι, κατά τα ουσ. σε ιό / σιό (πρβλ. καθισ ιό, τεμπελ ιό)] …   Dictionary of Greek

  • πεσιό — το, Ν το πλάγιασμα, η κατάκλιση τού σώματος σε πλάγια θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεσ τού αορ. έ πεσ α τού πέφτω + κατάλ. ιό (πρβλ. καθισ ιό)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”